Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Η ωραία της ημέρας (Belle de jour)

Η ωραία της ημέρας (Belle de jour)
Διάρκεια: 101
Σκηνοθεσία: Λούις Μπουνιουέλ
Σενάριο: Joseph Kessel, Λούις Μπουνιουέλ, Jean-Claude Carriere
Παραγωγή: Raymond Hakim
Παίζουν:
Κατρίν Ντενέβ: Séverine Serizy
Jean Sorel: Pierre Serizy
Μισέλ Πικολί: Henri Husson
Geneviève Page: Madame Anais
Pierre Clémenti: Marcel
Φρανσουάζ Φαμπιάν: Charlotte
Macha Méril: Renee
Muni: Pallas
Maria Latour: Mathilde
Claude Cerval
Michel Charrel: Footman
Iska Khan: Asian client
Bernard Musson: Majordomo
Marcel Charvey: Prof. Henri
Φρανσουά Μαΐστρ: L’ensignant
Φρανθίσκο Ραμπάλ: Hyppolite
Georges Marchal: Duke
Francis Blanche: Monsieur Adolphe
Dominique Dandrieux: Severine ως a child
Brigitte Parmentier: Severine enfant

Υπόθεση
Η Σεβερίν, η όμορφη, αλλά ψυχρή ερωτικά, σύζυγος ενός γιατρού, γίνεται πόρνη πολυτελείας σε οίκο ανοχής, με το ψευδώνυμο «Ωραία της Ημέρας». Εκεί εκπληρώνει όλες τις σεξουαλικές φαντασιώσεις της, αλλά και αυτές των πελατών της. Όσο περισσότερο επιδίδεται σε αυτές, τόσο πιο τρυφερή γίνεται με τον άντρα της. Η ταινία αρχίζει όπως ακριβώς τελειώνει, μ’ ένα όνειρο. Μήπως και το μεσοδιάστημα αποτελεί ένα όνειρο, μια σεξουαλική φαντασίωση της Σεβερίν; Μήπως όλα όσα βιώνει εκτυλίσσονται στη φαντασία της και δε λαμβάνουν ποτέ χώρα; Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά ότι ο «ανίκανος» σύζυγος δεν είναι κατασκεύασμα της φαντασίας της για να δηλωθεί η ανικανότητά της να συνευρεθεί μαζί του -έστω κι αν δεν ευθύνεται ο ίδιος γι’ αυτήν; Ένα αριστοτεχνικό παιχνίδι ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό, από έναν Μπουνιουέλ χλευαστικό απέναντι στα αστικά ερωτικά ήθη όσο ποτέ.

Περισσότερες Πληροφορίες
Μια από τις πιο σημαντικές κλασικές ερωτικές ταινίες όλων των εποχών. Το ερωτικό αριστούργημα του Luis Bunuel.
«Ένα μοναδικό κουτί μυστηρίου.» «Η ωραία Deneuve.» «Μια από τις πιο σημαντικές κλασικές ερωτικές ταινίες όλων των εποχών.» «Κάθε φορά που τη βλέπεις γίνεται και καλύτερη.» «Μια σουρεαλιστική ταινία για μια ρεαλιστική σεξουαλική ζωή.» «Μέσα από την κρυφή ζωή της, βίωνε την επιθυμία για πάθος.»
«Αναμφίβολα το αριστούργημα του Bunuel.» «Ένα από τα πιο σκανδαλώδη και ερωτικά έργα της εποχής του.» The New York Times

Η ΩΡΑΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Belle de jour
Γαλλία/Ιταλία – 1967
Διάρκεια 101΄– Έγχρωμο
Χρυσός Λέων, Φεστιβάλ Βενετίας 1967, Luis Bunuel,
Βραβείο Melies Καλύτερης Ταινίας Συνδέσμου
Γάλλων Κριτικών,1968
Υποψήφιο για BAFTA Καλύτερου Γυναικείου Ρόλου,
Catherine Deneuve
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
Η ταινία που στάθηκε η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του πιο γνωστού αναρχικού διανοούμενου Luis Bunuel. Μια σουρεαλιστική ιστορία, που παρουσιάζει μια ευυπόληπτη γυναίκα της μεσοαστικής τάξης να εργάζεται σε πορνείο. Βασισμένη σε ένα μέτριο και συμβατικά δομημένο μυθιστόρημα του Joseph Kessel, απογειώνεται στα χέρια του μεγάλου δημιουργού. Φιλμικά «εθισμένος» με την μοντέρνα μεγαλοαστική τάξη και την σήψη της, ο εξαίρετος Ισπανός σκηνοθέτης αποπειράται μια ακόμα προσέγγιση της αγαπημένης του θεματικής. Για άλλη μια φορά δε διστάζει να ασκήσει έντονη κριτική στον καθωσπρεπισμό της αστικής τάξης αλλά και να εκφράσει μια συγκεκαλυμμένη απέχθεια προς τον κλήρο και παραμένει σταθερός στην εμμονή του με τη στέρηση και ιδιαίτερα τη σεξουαλική. Η ερμηνεία της εκθαμβωτικής Deneuve είναι εξαιρετική. Καταφέρνει με μοναδικό τρόπο να συνδυάσει τη σεξουαλική ψυχρότητα με τη διαστροφή. 

Αναμφίβολα, πρόκειται για μία ταινία που εμπλουτίζεται από τους ίδιους τους υπαινιγμούς της: ο ερωτισμός γίνεται ακόμη και ασφυκτικός, χωρίς όμως το βλέμμα του θεατή να μπορεί να εισβάλλει ελεύθερα στις προσωπικές στιγμές των ηρώων. Οι νύξεις για την σεξουαλική κακοποίηση της πρωταγωνίστριας κατά τα παιδικά της χρόνια και την καταπιεσμένη καθολική συνείδησή της, επανέρχονται μέσω σύντομων, ασύνδετων flashbacks, χωρίς όμως να επιβάλλουν την ερμηνευτική τους αξία. Και πάνω απ’ όλα, οι σουρεαλιστικές πινελιές στο σκηνοθετικό χειρισμό του Bunuel ανοίγουν την πόρτα σε έναν κόσμο που θα φαινόταν παράλογος και αδικαιολόγητος, εάν οι επιθυμίες και οι ανάγκες των πρωταγωνιστών δεν τον καθιστούσαν τόσο μαγικά ολοκληρωμένο. Η ταινία παραμένει μία από τις πιο σημαντικές μελέτες του κινηματογράφου, γύρω από το σεξ, το θάνατο, το φετιχισμό και τη φαντασία. Ο Bunuel εξερευνεί την αβέβαιη γραμμή ανάμεσα στη φαντασία και τη πραγματικότητα, τραβώντας τους θεατές του σ’ έναν πολύπλοκο, απίθανο, πολυεδρικό κόσμο, όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και χωρίς να ξεκαθαρίζει αν αυτά που βλέπουμε είναι φαντασιώσεις της ηρωίδας ή αν γίνονται στην πραγματικότητα, παίζοντας έτσι με τα όρια του πραγματικού, του ονείρου, της οπτασίας και της μνήμης.

To 1928, ένας Ανδαλουσιανός σκύλος γνωρίζει στον Μπουνιουέλ το σουρεαλισμό, κι από τότε τα φαντάσματα του υποσυνείδητου θρονιάζονται για τα καλά στο μεγαλειώδες μπουνιουελικό σύμπαν. Η ωραία της ημέρας, βασισμένη σ’ ένα μάλλον κακό μυθιστόρημα του ακαδημαϊκού Ζοζέφ Κεσέλ, στα χέρια του Ισπανού γερό-μάγου μεταμορφώνεται σ’ ένα υπέρκομψο σουρεαλιστικό ποίημα, γραμμένο με την ίδια ονειρική μελάνη με την οποία ο Μαρκήσιος ντε Σαντ πιτσιλούσε κάποτε τα δικά του αστικοχριστιανικά φαντάσματα στη Φιλοσοφία τον μπουντουάρ.
Δε νομίζουμε πως γυρίστηκε ποτέ άλλη ταινία που να παραστατικοποιεί με τέτοια ενάργεια τη δυσπερίγραπτη και ασαφή έννοια του υποσυνείδητου. Τούτο το σαδομαζοχιστικό ποιητικό ντελίριουμ, το κρατημένο με απίστευτη μαεστρία στα όρια του χυδαίου και του μεγαλειώδους δεν είναι παρά ένα συναρπαστικό παιχνίδι με τα λιμπιντικά όνειρα που συνωθούνται στον εγκέφαλο μιας «καθωσπρέπει» αστής (Κατρίν Ντενέβ) και που’ ο «μαιευτήρας» Μπουνιουέλ τα τραβάει, σαρκάζοντας, απ’ τη σκοτεινιά του αστικού πουριτανισμού για να τα βγάλει περίπατο στον καθαρό αέρα της λευτεριάς, δηλαδή σ’ ένα χώρο παντελώς άγνωστο στη θεσμοποιημένη αστική συμβατικότητα, την εδραιωμένη από την τρομοκρατία μιας θρησκείας ολικά αντιερωτικής, συνεπώς και απάνθρωπης, που είναι ο χριστιανισμός.
Η ηρωίδα μας, η Σεβερίν, είναι ένα πλάσμα εύθραυστο και αέρινο, που έχει δεχθεί μια απολύτως στρεβλωτική της προσωπικότητας της αγωγή και που, τώρα, είναι αξιοπρεπέστατη σύζυγος ενός αστού. Στο περιβάλλον της, οι «αρετές» είναι απολύτως αποστειρωμένες και η λυτρωτική χαρά αυτού που οι στερημένοι ονομάζουν «αμαρτία» δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά στο χώρο του ονείρου: όσο πιο «ενάρετος» είναι κανείς τόσο πιο οργιώδη γίνονται τα όνειρα του.
Ο Μπουνιουέλ γλεντάει αφάνταστα, κάνοντας να πιαστούν πάνω στη ζελατίνα της ταινίας του τα σεξουαλικά φαντάσματα της ενάρετης Σεβερίν. Ωστόσο, μετράει πάρα πολύ προσεκτικά τη δόση της ειρωνείας του. Στο βάθος, συμπαθεί τούτο το δύστυχο πλάσμα που δε θα γνωρίσει ποτέ στην πραγματικότητα τη χαρά της μεγάλης ερωτικής θυσίας στη μάνα φύση.
Η Σεβερίν δεν είναι παρά το προσωποποιημένο σύμβολο της αποξένωσης απ’ την ίδια μας τη φύση - μιας αποξένωσης που τελείται μεθοδικά και σιωπηλά μέσα απ’ τους καταπιεστικούς θεσμικούς μηχανισμούς που μετέτρεψαν την ερωτική χαρά σε «αμαρτία», για να μπορεί έτσι η εξουσία να ασκείται κατευθείαν πάνω στο μεγαλειώδες ένστικτο της ζωής - και να καταστρέψει στη ρίζα της τη ζωή.
Βασίλης Ραφαηλίδης – Το Βήμα», 16-10-1979.

Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ – LUIS BUNUEL
Ο πατέρας του σουρεαλιστικού κινηματογράφου, Luis Bunuel Portoles, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1900, στην Ισπανία. Μεγάλωσε σε μια μικρή επαρχιακή κοινωνία, τόσο κλειστή, παραδοσιακή και θρησκόληπτη, που ο ίδιος την αποκαλούσε «μεσαιωνική». Μέλος πολύ ευκατάστατης οικογένειας, έλαβε από νωρίς αυστηρή καθολική μόρφωση. Σύντομα, όμως, το ελεύθερο πνεύμα του και ο επαναστατικός του χαρακτήρας τον έκαναν να αντιδράσει στον καθολικισμό - μια αντίδραση που θα συνεχιζόταν σε όλη του τη ζωή.
Στο πανεπιστήμιο θα γίνει φίλος με δύο μεγάλες μορφές της τέχνης, το ζωγράφο Salvador Dali και τον ποιητή Federico Garcia Lorca. Αργότερα, θα μετακομίσει στο Παρίσι, όπου θα εργαστεί στον κινηματογράφο και μάλιστα θα μαθητεύσει δίπλα στον Ζαν Επστάιν. Το 1929 ήταν χρονιά ορόσημο για τον Bunuel, καθώς, μαζί με τον Dali, θα γυρίσουν το Un chien andalou, μια ταινία απόλυτα σοκαριστική για τα ήθη της εποχής, με την οποία γράψανε κινηματογραφική ιστορία. Ο Bunuel χρησιμοποίησε την εμμονή του με τα όνειρα και δημιούργησε ένα συνειρμικό όσο και βλάσφημο σύμπαν, κάτι που θα αναπαράγει σε όλες του τις ταινίες στο εξής. Με την ταινία αυτή οι σουρεαλιστές τον υποδεχτήκανε πανηγυρικά στους κύκλους τους και ο Bunuel ανακηρύχτηκε ο σημαντικότερος σουρεαλιστής σκηνοθέτης.
Από την πρώτη στιγμή ο Bunuel ήταν ένας άθεος, «βλάσφημος» σκηνοθέτης, που σκοπό είχε να προκαλέσει και να επιτεθεί στους θεσμούς και την υποκρισία της αστικής τάξης. Η δεύτερη ταινία του, L’Age d’or (1930), βεβηλώνοντας τα ιερά και τα όσια του καθολικισμού, προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερο σκάνδαλο. Ο δεξιός Τύπος πολέμησε την ταινία και τελικά η αστυνομία την απαγόρευσε, μια απαγόρευση που κράτησε 50 ολόκληρα χρόνια!
Το 1933, ο Bunuel επιστρέφει στην Ισπανία, μέσα σε ένα φοβερά ταραχώδες πολιτικό κλίμα, και γυρίζει τη μικρού μήκους ταινία Las Hurdes: Tierra Sin Pan (1933), ένα ντοκιμαντέρ για τις δυσχέρειες των χωρικών. Όμως, η πολιτική κατάσταση της χώρας ήταν εκρηκτική και το 1936 οδήγησε στον Ισπανικό Εμφύλιο. Με την επιβολή της δικτατορίας του Franco, που έγινε και με την ισχυρή στήριξη της εκκλησίας, πολλοί καλλιτέχνες αναγκάστηκαν να εκπατριστούν. Ο Bunuel έφυγε στην Αμερική και, αφού εργάστηκε για ένα διάστημα στο μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, μετακόμισε στο Μεξικό. Το 1948, με την εγκληματική κατάσταση να συνεχίζεται στη χώρα του από το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο, πήρε τη μεξικάνικη υπηκοότητα. Στο Μεξικό πια θα βρει το έδαφος και την ελευθερία για να γυρίσει τις ταινίες του: Ανάμεσά τους το Los Olvidados (1950), με το οποίο θριάμβευσε στις  Κάννες (πρόσφατα η ταινία εντάχτηκε και στη λίστα της UNESCO ως μέρος της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς).
Όταν το 1960, για λόγους πολιτικής προπαγάνδας, ο Φράνκο κάλεσε τον Bunuel να γυρίσει στην πατρίδα του και να σκηνοθετήσει ένα φιλμ της δικής του επιλογής, ο Bunuel δέχτηκε. Και του ανταπέδωσε την «ευγενική χειρονομία» γυρίζοντας τη Viridiana, μια εξοργιστικά «βλάσφημη» ταινία, που μέσα στα άλλα, παρωδεί και τον Μυστικό Δείπνο! Το αποτέλεσμα ήταν το καθεστώς να κάψει τις κόπιες, όχι όμως πριν προλάβει μια από αυτές να περάσει στη Γαλλία και να βραβευτεί με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.
Στις δεκαετίες `60-`70 ο Bunuel διανύει την ωριμότερη φάση του, τη λεγόμενη «Γαλλική περίοδο», όπου με συνεργάτες τους Silberman and Carriere, θα σκηνοθετήσει στη Γαλλία τα μεγάλα κινηματογραφικά του αριστουργήματα. Ανάμεσά τους, τα Le journal d’une femme de chambre (1964), Belle de Jour (1967), Le Charme discret de la bourgeoisie (1972) και, την τελευταία του ταινία, Cet obscur objet du desir (1977). Αυτές θα είναι και οι διασημότερες ταινίες της καριέρας του και όχι άδικα: ο Bunuel διακωμωδεί τις φαντασιώσεις της αστικής τάξης με απίστευτη μαεστρία ενώ και με τη Διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας, κάνει την απόλυτη ανατομία του αστικού μπανάλ και κερδίζει το Oscar Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Στα τέλη του ΄70, ο Bunuel αποσύρθηκε από τη σκηνοθεσία μέχρι και το τέλος της ζωής του και μαζί με τον Carriere, έγραψε την αυτοβιογραφία του, Mon Dernier Soupir (1982). Ένα χρόνο μετά, το 1983, ο μεγάλος αιρετικός του κινηματογράφου πέθανε, αφήνοντας πίσω του ως κληρονομιά την αγάπη για την ανατροπή και το σκάνδαλο, ως τρόπους αλλαγής της κοινωνίας.
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Un chien andalou (Ο ανδαλουσιανός σκύλος), 1929
L’age d’or (Η χρυσή εποχή), 1930
Las Hurdes (Γη χωρίς ψωμί) (1933)
El gran calavera, 1949
Los olvidados (Ξεχασμένοι από την κοινωνία), 1950
Susana (Κυλισμένη στο βούρκο), 1951
El (Αυτός), 1953
El bruto, 1953
Las aventuras de Robinson Crusoe (Ροβινσών Κρούσος), 1954
Ensayo de un crimen (Η εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε Λα Κρουζ), 1955
Nazarin (Ναζαρέν), 1959
Viridiana (Βιριδιάνα), 1961
El angel exterminador (Εξολοθρευτής άγγελος), 1962
Le journal d’une femme de chambre (Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας), 1964
Simon del desierto, 1965
Belle de jour (Η ωραία της ημέρας), 1967
La voie lactee (Ο γαλαξίας), 1969
Tristana (Τριστάνα), 1970
Le charme discret de la bourgeoisie (Η διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας), 1972
Le fantome de la liberte (Το φάντασμα της ελευθερίας), 1974
Cet obscur objet du desir (Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου), 1977

ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
CATHERINE DENEUVE
Η εκθαμβωτική μούσα του Yves Saint Laurent γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1943 στο Παρίσι και είναι η τρίτη από τις τέσσερεις κόρες του ζευγαριού ηθοποιών Maurice Dorleac και Renee Deneuve. Το πλήρες όνομα της είναι Catherine Fabienne Dorleac. Έκανε το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο στην ταινία Les collegiennes το 1957. Η ταινία που την ανέδειξε ήταν το μιούζικαλ του Jacques Demy Les parapluies de Cherbourg το 1964 αλλά οι ταινίες που την έκαναν ευρέως γνωστή χαρίζοντας της και το προσωνύμιο «παγερή παρθένα» ήταν οι Αποστροφή του Roman Polanski και Ωραία της ημέρας του Luis Bunuel στις οποίες υποδυόταν την συναισθηματικά αποστασιοποιημένη μυστηριώδη καλλονή. Προτάθηκε για Oscar Α’ γυναικείου ρόλου το 1993 για την ερμηνεία της στην ταινία Ινδοκίνα για την οποία κέρδισε το βραβείο Cesar. Βραβείο Cesar κέρδισε και για την ταινία Το τελευταίο μετρό το 1980. Γύρισε πολλές ευρωπαϊκές ταινίες, αντιθέτως μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, αμερικάνικες. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 οι σημαντικότερες ταινίες της ήταν οι Les demoiselles de Rochefost (1967) μαζί με την αδερφή της Francoise Dorleac που πέθανε σε τροχαίο την ίδια χρονιά, η Tristana του Luis Bunuel και η συνεργασία της με τη νεαρή τότε Jodie Foster στην ταινία Casotto (1977).

Στη δεκαετία του ’80 οι σημαντικότερες ταινίες της ήταν οι Le dernier metro (1980) του Truffaut και The hunger του Tony Scott, η τρίτη αμερικάνικη ταινία της στην οποία υποδυόταν ένα αμφισεξουαλικό βαμπίρ, συμπρωταγωνιστώντας με τον David Bowie και τη Susan Sarandon. Η σκηνή σεξ ανάμεσα στις δύο πρωταγωνίστριες προκάλεσε όπως ήταν φυσικό, σχόλια. Το 1994 ήταν αντιπρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο φεστιβάλ των Κανών. Η συμμετοχή της το 2000 στο δραματικό μιούζικαλ του Lars Von Trier Dancing in the dark με πρωταγωνίστρια τη Bjork, δίχασε τους κριτικούς. Το φιλμ επιλέχτηκε για Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Κανών. Μοιράστηκε την Αργυρή Άρκτο μαζί με το υπόλοιπο καστ της ταινίας 8 γυναίκες το 2002. Το 2005 εξέδωσε το ημερολόγιο της όπου περιέγραφε τις εμπειρίες της από τα γυρίσματα των ταινιών Ινδοκίνα και Χορεύοντας στο σκοτάδι. Το 2006 ήταν πρόεδρος της επιτροπής του φεστιβάλ Βενετίας. Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς προκάλεσε αίσθηση με την guest star εμφάνιση της στη σειρά της Fox TV, Nip/Tuck. Επίσης δάνεισε τη φωνή της στο υποψήφιο για Oscar animation Persepolis.Το 2008 εμφανίστηκε στην 100η ταινία της Un conte de Noel συμπρωταγωνιστώντας μαζί με την κόρη της Chiara Mastroianni. Την ίδια χρονιά βραβεύτηκε στο φεστιβάλ Κανών για το σύνολο της καριέρας της. Συνεχίζει να γυρίζει 2-3 ταινίες το χρόνο και παρόλα τα χρόνια της είναι αγέραστη και ακούραστη.
Στην προσωπική της ζωή, παντρεύτηκε μια φορά το φωτογράφο David Bailey αλλά μετά το χωρισμό τους υποστηρίζει πως «Ο γάμος είναι μια απαρχαιωμένη παγίδα» και αρνείται να ξαναπαντρευτεί. Είχε σχέσεις με τον Francois Truffaut, τον Roger Vadim, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο, τον Burt Reynolds, τον Clint Eastwood και τον Marcello Mastroianni με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, επίσης ηθοποιό.
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Repulsion 1965
Belle de jour 1967
Les demoiselles de Rochefort 1968
La sirene du Mississippi 1969
Tristana 1970
Hustler 1975
Le dernier metro 1981
The hunger 1983
Indochine 1992
Dancer in the dark 2000
8 femmes 2002
Roman Polanski: Wanted and desired 2008

MICHEL PICCOLI
(Γεννήθηκε το 1925)
Γάλλος ηθοποιός, γεννημένος στο Παρίσι σε μια οικογένεια μουσικών: ο πατέρας του ήταν πιανίστας και η μητέρα του βιολίστρια.
Εμφανίστηκε σε πολλούς διαφορετικούς ρόλους όπως αυτό του γόη ή του γκάνγκστερ μέχρι του Πάπα σε 170 ταινίες. Ο Piccoli συνεργάστηκε με τους Jean Renoir, Jean-Pierre Melville, Jean-Luc Godard, Claude Lelouch, Jacques Demy, Claude Sautet, Louis Malle, Agnes Varda, Leos Carax, Luis Bunuel, Costa-Gavras, Alfred Hitchcock, Marco Ferreri, Jacques Rivette, Otar Iosseliani, Nanni Moretti, Jacques Doillon, Mario Bava, Manoel de Oliviera, Raul Ruiz, Theodoros Angelopoulos και Alain Resnais.
Παντρεύτηκε 3 φορές, πρώτα με την Eleonore Hirt, κατόπιν για έντεκα χρόνια με την τραγουδίστρια Juliette Greco και τέλος με την Ludivine Clerc. Έχει μια κόρη από τον πρώτο γάμο του, την Anne - Cordelia.
Ο Piccoli είναι ενεργά πολιτικοποιημένο άτομο στο χώρο της αριστεράς κι έχει κάνει δημόσιες δηλώσεις κατά του Εθνικιστικού Μετώπου.
FRANCISCO RABAL
(1926 – 2001), ίσως περισσότερο γνωστός ως Paco Rabal. Ισπανός ηθοποιός.
To 1936 μόλις ξέσπασε ο εμφύλιος στην Ισπανία, ο Rabal και η οικογένειά του μετακόμισαν στην Μαδρίτη. Ο νεαρός Francisco υποχρεώθηκε να εργαστεί σαν πλανόδιος πωλητής και σε εργάτης σε μια σοκολατοποιΐα. Όταν έγινε 13 ετών, παράτησε το σχολείο και εργάστηκε σαν ηλεκτρολόγος στα Estudios Chamartin.
Δούλεψε σποραδικά σαν κομπάρσος. Ο Damaso Alonso αλλά και άλλοι τον συμβούλεψαν να δοκιμάσει την τύχη του με μια καριέρα στο θέατρο.
Την δεκαετία του 1940 άρχισε να παίζει σε ταινίες σαν κομπάρσος αλλά μέχρι το 1950 δεν είχε προσληφθεί για κανέναν ομιλών ρόλο. Τότε άρχισε να παίζει ρομαντικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους και «αλήτες». Πρωταγωνίστησε σε 3 ταινίες του Luis Bunuel: Nazarin (1959), Viridiana (1961) και Belle de jour (1967).
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ο Rabal εργάστηκε σε Γαλλία, Ιταλία και Μεξικό με σκηνοθέτες όπως ο Gillo Pontecorvo, ο Michelangelo Antonioni, ο Luchino Visconti, ο Valerio Zurlini, ο Jacques Rivette και ο Alberto Lattuada.
Είναι ο μόνος Ισπανός ηθοποιός που του αποδόθηκε τιμής ένεκεν διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο της Μurcia.
Η τελευταία του ταινία (Dagon,) του αφιερώθηκε πριν τους τίτλους τέλους με τα εξής λόγια «Αφιερώνεται στον Francisco Rabal, ένα θαυμάσιο ηθοποιό και έναν ακόμα καλύτερο άνθρωπο».
GENEVIEVE PAGE
Γεννήθηκε το 1927 στο Παρίσι-πραγματικό όνομα Genevieve Bronjean.
Μια ηθοποιός γνωστή για τις ταινίες Belle de Jour (1967), El Cid (1961) και The Private Life of Sherlock Holmes (1970).
Είναι παντρεμένη με τον Jean-Claude Bujard από το 1959 και έχουν δύο παιδιά.
Ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου στις Κάννες το 1964
Είχε μια μακρόχρονη και καταξιωμένη καριέρα πάνω στο σανίδι με αναγνώριση και πολλαπλές βραβεύσεις.
JEAN SOREL
(γεννήθηκε το 1934)
Γάλλος ηθοποιός που εμφανίστηκε εκτενώς στον Ευρωπαϊκό Κινηματογράφο κατά τις δεκαετίες του 1960 & 1970 με σκηνοθέτες όπως ο Luis Bunuel και ο Luchino Visconti. Από το 1980 και μετά όμως εργάζεται κυρίως στην τηλεόραση. Είναι παντρεμένος με την Ιταλίδα ηθοποιό Anna-Maria Ferrero.

ΑΛΕΞΗΣ ΔΑΜΙΑΝΟΣ - ΕΥΔΟΚΙΑ [1971]




Αλέξη Δαμιανού - Ευδοκία [1971]

Πρώτη προβολή: 21 Σεπτεμβρίου 1971 (Ελλάδα)
Διάρκεια: 92´
Προέλευση: Ελλάδα
Γλώσσα: ελληνική
Πρωτότυπος Τίτλος: ΕΥΔΟΚΙΑ
Μεταγενέστεροι Τίτλοι: ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ (ΤΟ)
Τίτλοι με λατινικούς χαρακτήρες: EVDOKIA
Χρονιά Παραγωγής: 1971
Σκηνοθέτης: ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΑΛΕΞΗΣ
Είδος: ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ, ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ
Σενάριο: ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΑΛΕΞΗΣ
Δ/ντής Φωτογραφίας: ΜΑΓΚΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
Μοντάζ: McCARTHY MATT
Ηχολήπτης: ΔΕΣΠΟΤΙΔΗΣ ΝΙΚΟΣ, ANSCOMBE TONY
Ενδυματολόγος: ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ ΤΖΟΥΛΙΑ
Μουσική Σύνθεση: ΛΟΪΖΟΣ ΜΑΝΟΣ
Βοηθ. Σκηνοθέτη: ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ ΛΑΚΗΣ, ΖΕΡΒΟΣ ΝΙΚΟΣ
Βοηθ. Δ/ντή Φωτογραφίας: ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, ΜΕΡΟΝΤΗΣ ΕΡΡΙΚΟΣ
Μακιγιάζ: ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ ΤΖΟΥΛΙΑ
Οπερατέρ: ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, ΜΕΡΟΝΤΗΣ ΕΡΡΙΚΟΣ
Δ/ντής Παραγωγής: ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Παραγωγή: KATAMOR PROCUCTIONS, ΠΟΡΕΙΑ
Παραγωγός: ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΑΛΕΞΗΣ, ΚΑΡΑΣΑΚΑΛΗ ΑΡΤΕΜΙΣ
Χρώμα: ΕΓΧΡ.
Ήχος: ΗΧΟΣ
Ηθοποιοί: ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΑΡΙΑ, ΑΓΑΓΙΩΤΟΥ ΚΟΥΛΑ, ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, ΖΟΡΜΠΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ, ΡΟΥΣΣΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, ΔΟΥΛΓΕΡΑΚΗΣ ΝΤΙΝΟΣ, ΚΑΤΑΚΟΥΖΗΝΟΣ ΝΑΣΟΣ, ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΣΠΥΡΟΣ, ΣΑΒΑΤΙΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, ΡΗΓΑΣ ΚΩΣΤΑΣ, ΜΠΡΑΟΥΔΑΚΗ ΕΛΠΙΔΑ, ΑΚΡΙΤΑ ΓΙΟΥΛΙΚΑ

Η Ευδοκία είναι ελληνική ταινία του 1971. Κέρδισε βραβείο Α΄ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και έγινε διάσημη για το μουσικό θέμα της, ένα ζεϊμπέκικο που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος, που πλέον θεωρείται κλασικό.
Το σενάριο και η σκηνοθεσία είναι του Αλέξη Δαμιανού. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Γιώργος Κουτούζης, Μαρία Βασιλείου, Χρήστος Ζορμπάς και Κούλα Αγαγιώτου.

Σύνοψη της υπόθεσης:
Ένας λεβεντόκορμος και μπρούτος λοχίας, ο Μπάσκος (Γιώργος Κουτούζης), γνωρίζει σε μια ταβέρνα μια μοναδικής ομορφιάς και ζωικότητας πόρνη, την Ευδοκία (Μαρία Βασιλείου) και την ερωτεύεται. Εκείνη τον ξεχωρίζει απ’ τους άλλους άντρες κι αρχίζει να κάνει παρέα μαζί του, αλλά ο προστάτης κι αγαπητικός της (Χρήστος Ζορμπάς) αντιδρά βίαια. Ο σύντομος ερωτικός δεσμός των δύο νέων οδηγείται σε ποικίλες αμφιταλαντεύσεις. Όταν όμως ο λοχίας απολύεται και είναι έτοιμος να ριχτεί στη μάχη της ζωής, ο προστάτης της Ευδοκίας και οι φίλοι του επανέρχονται, τον ξυλοκοπούν και του παίρνουν την κοπέλα για να συνεχίσουν να την εκμεταλλεύονται.

Πλοκή
Σε μία μικρή επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας, ο λοχίας Πεζικού Γιώργος Μπάσκος (Γιώργος Κουτούζης) θα γνωρίσει την Ευδοκία (Μαρία Βασιλείου), μία πόρνη. Οι δυο τους ερωτεύονται κεραυνοβόλα και παντρεύονται. Αλλά ο συντηρητισμός της επαρχίας, οι κατεστημένες αξίες, το κοινωνικό σύστημα και οι προκαταλήψεις δυσκολεύουν τη ζωή τους. Η απόπειρά τους να αντιμετωπίσουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων αποτυγχάνει και συντρίβεται, όπως στις αρχαίες τραγωδίες.

Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας
Σχεδόν μυθικές διαστάσεις έχει πάρει το μουσικό θέμα της ταινίας, ένα ζεϊμπέκικο που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος. Το ζεϊμπέκικο αυτό χορεύει ο λοχίας Μπάσκος στα πρώτα λεπτά της ταινίας, στο μαγαζί που συναντά για πρώτη φορά την Ευδοκία, η οποία του χτυπά παλαμάκια, προκαλώντας την οργή του νταβατζή της, ενός διεφθαρμένου πρώην χωροφύλακα.
Όταν τελείωσε με τη μουσική του ζεϊμπέκικου, ο Λοΐζος το έδωσε στον Λευτέρη Παπαδόπουλο για να του γράψει στίχους, αλλά ο Παπαδόπουλος αρνήθηκε λέγοντάς του ότι «αυτό το πράγμα δεν παίρνει λόγια, δεν υπάρχουν στίχοι να το υποστηρίξουν».
Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, το συγκεκριμένο κομμάτι αναδείχθηκε στο πιο διάσημο ίσως ζεϊμπέκικο στην Ελλάδα.

Ευδοκία (1971)
Αδιαμφισβήτητα, η  Ευδοκία είναι ίσως η πιο ρεαλιστική φιγούρα του εγχώριου κινηματογράφου, καθώς εκμπέμπει έναν δυναμισμό, που δύσκολα θα συναντήσει κανείς σε ελληνική ταινία. Η κυπριακής καταγωγής πρωταγωνίστρια Μαρία Βασιλείου, αν και ήταν μόλις 18 χρονών όταν έπαιξε στην ταινία.... δεν ήταν καν ηθοποιός! Κι όμως κατάφερε να αποσπάσει το βραβείο 'Α γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Όλοι πίστεψαν πως η Μαρία Βασιλείου πρόκειται για ένα ανερχόμενο αστέρι της υποκριτικής, έπειτα συμμετείχε σε κανα - δυο μικρά ρολάκια, αλλά τελικά... δεν καρποφόρησε.

Η ιστορία περιγράφει τον  καταραμένο και αδιέξοδο έρωτα μίας πόρνης, της Ευδοκίας κι ενός λοχία, του Γιώργου. Η πρώτη είναι μια ευαίσθητη, αλλά τσαχπίνα κοπέλα, η οποία θέλει μόνο να περνάει καλά. Ο τελευταίος είναι ένας γοητευτικός σοβαρος άντρας, ο οποίος αιχμαλωτίζεται από την ομορφιά και το κέφι της πρώτης.
Όλα αρχίζουν μέσα σε ένα τοπικό ταβερνάκι, όπου ο νεαρός λοχίας σηκώνεται να χορέψει το θρυλικό ζεϊμπέκικο του Μάνου Λοΐζου, αφιερωμένο στην Ευδοκία. Αυτό όμως δεν αρέσει στον νταβατζή της και αυτό είναι η αφορμή να βγουν τα μαχαίρια...

Εδώ θα κάνουμε μια μικρή στάση και θα αναφερθούμε στο ζεϊμπέκικο που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος, ο οποίος σίγουρα, ούτε που το φανταζόταν ότι θα έγραφε το πιο διάσημο soundtrack του ελληνικού κινηματογράφου και θα έπαιρνε τέτοιες διαστασεις μέχρι σήμερα. Αυτή η μελωδία σήμερα ακούγεται παντού: σε ρεμπετάδικα, σε ταβέρνες, σε γάμους και άλλες λαϊκές συναθροίσεις.
Όταν κάποιος ξεκινήσει να κάνει μαθήματα μπουζουκιού η λαϊκού χορού, το πρώτο κομμάτι που θα εκτελέσει θα είναι αυτό. Όλοι οι Έλληνες γνωρίζουν αυτό το ζεϊμπέκικο, αλλά δυστυχώς λίγοι γνωρίζουν την ύπαρξη αυτής της ταινίας.

Σκιαγραφόντας τα δύο πρόσωπα, βλέπουμε ότι ο λοχίας είναι ένας ψύχραιμος αγωνιστής, ο οποίος θα έκανε τα πάντα για τα μάτια της Ευδοκίας. Είναι αυτός που θα τραβήξει το μεγαλύτερο λούκι από όλους, διότι είναι κλεισμένος μέσα στο στρατόπεδο και ο Διοικητής του δεν του δίνει άδεια, με αποτέλεσμα να αναβληθεί ο γάμος του. Παράλληλα, οι συνάδελφοί του τον χλευάζουν, ενώ έξω από το στρατόπεδο παραμονεύει ο νταβατζής της Ευδοκίας για να του σπάσει τα μούτρα.
Η Ευδοκία νιώθει την απουσία του λοχία Γιώργου και νομίζει ότι την παραμελεί και ότι δεν την αγαπάει πια. Η μοναδική παρέα που έχει είναι η μεσήλικη «τσατσά», η Μαρία, η οποία την δείχνει πως να περνάει καλά και να μην δίνει σημασία στα προβλήματά της.

Ο σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός γυρίζει μια ρεαλιστική ταινία, δομημένη με ψυχρούς τόνους. Παρουσιάζει έναν ανέλπιστο έρωτα με ένα τραγικό φινάλε!
Σκοπός του σκηνοθέτη δεν είναι να συγκινήσει, ούτε και να τραβήξει την προσοχή. Προσπαθεί να περάσει τα δικά του μηνύματα, απέναντι σε μία καταπιεσμένη ανθρωπότητα, πηγαίνοντας κόντρα στο πολιτικό καθεστώς και της μουντής «σκλαβιάς» της εποχής. Και όλα αυτά, χωρίς να τα μυριστεί η χούντα.

Το 1985 η «Ευδοκία» ψηφίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών. Πιστεύω πως δεν πήρε τυχαία αυτή τη διάκριση, καθώς στο πέρασμα των χρόνων, το έργο διατηρεί μια απερίγραπτη φρεσκάδα και ζωντάνια. Παρόλο που πέρασαν τόσες δεκαετίες, η ταινία φαντάζει τόσο σύγχρονη, σαν να έχει γυριστεί προχθές.
Σίγουρα, είναι μια ταινία που εκφράζει τον ελληνικό τρόπο ζωής, παρά το τραγικό της φινάλε! Είναι μια ταινία που μας κάνει υπερηφανους για τον κινηματογράφο μας.


Ο απίστευτος λόγος που «Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» δεν έχει στίχους

ΜΕΣΑ στο φλιτζάνι η Κούλα Αγαγιώτου διαβάζει στην κινηματογραφική Ευδοκία (που ακριβώς πριν από 44 χρόνια έπαιρνε το βραβείο των Cineclubs στις Κάννες), Μαρία Βασιλείου [από το Λονδίνο], τη μοίρα: «Στρατός. Κι εδώ είναι ο Σταυρός. Φυλάξου απ’ τον Σταυρό». Ο φακός ζουμάρει στον πάτο του φλιτζανιού και ξεκινούν οι πρώτες νότες μιας εισαγωγής που όλοι μπορούν να αναγνωρίσουν. Επόμενο πλάνο, ο Σταυρός. Η σκιά ενός άντρα που στο σκηνικό μιας συνοικιακής ταβέρνας, χορεύει ζεϊμπέκικο, το θρυλικότερο ζεϊμπέκικο της ιστορίας, το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας.
Πίσω του κρύβονται ιστορίες, μικρές και μεγάλες, συναρπαστικές και παθιασμένες.
Ιστορίες για το τραγούδι που γράφτηκε πάνω στο χορό και παίχτηκε με έναν παλιό, ρεμπέτικο, επίμονα ξεκούρδιστο τζουρά. Ιστορίες για τους πρωταγωνιστές, που επιλέχτηκαν σχεδόν από το δρόμο για να απεικονίσουν την έμπνευση μιας μουσικής αναγνωρίσιμης στις πρώτες δύο νότες.
Ιστορίες για τον χορό που ξεκίνησε από την καθοδήγηση ενός σκηνοθέτη που έψελνε ψιθυριστά («Σήμερον κρεμάται επί ξύλου») στη διάρκεια των γυρισμάτων για να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα που ήθελε. Ιστορίες για τη μουσική, που δεν χρειαζόταν στίχους για να αρθρώσει φωνή.

Σταυρός, η σκιά ενός άντρα που χορεύει ζεϊμπέκικο. Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας αρχίζει.

Η σκηνή που ενέπνευσε τις νότες

Όταν σήμερα λέμε "Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας”, εννοούμε το ορχηστρικό κομμάτι του Μάνου Λοΐζου, μια μουσική που σχεδόν μισό αιώνα τώρα έχει αγγίξει τις καρδιές γενεών Ελλήνων, έχει παιχτεί από αμέτρητα χέρια κι έχει εκφράσει το πάθος, το βάσανο και τη μαγκιά του ζεϊμπέκικου.
Η ιστορία του ζεϊμπέκικου της Ευδοκίας. Γιατί έμεινε χωρίς στίχους το κορυφαίο ζεϊμπέκικο της ιστορίας;
Το για πολλούς κορυφαίο ζεϊμπέκικο της ιστορίας γράφτηκε από τον Λοΐζο πάνω στο υλικό της ταινίας «Ευδοκία» που του έδωσε ο σκηνοθέτης της, Αλέξης Δαμιανός. Πάνω στη σκηνή μιας συνοικιακής ταβέρνας, όπου ένας φαντάρος σηκώνεται και χορεύει ζεϊμπέκικο με πάθος, θράσος και θρησκευτική ευλάβεια, κοιτώντας στα μάτια την όμορφη Ευδοκία. Εκείνη, αν και συνοδεύεται από τρεις βλοσυρούς άντρες, παρασύρεται στον ρυθμό του, χτυπάει παλαμάκια, τον κοιτάει αχόρταγα και μονολογεί γελώντας για το πάθος που αναπόφευκτα έρχεται «Παναγιά μου, Παναγιά μου».

Ο Λοΐζος, ο οποίος είχε γράψει ξανά μουσική για ταινίες, είδε το υλικό από τα γυρίσματα, που κράτησαν δύο μέρες και περιείχαν πολλές λήψεις του σκηνικού, των χορού του φαντάρου, του γέλιου της Ευδοκίας, ώστε να βάζουν τον θεατή μέσα στην ταβέρνα. Στα γυρίσματα, ο χορός είχε γίνει πάνω σε ένα τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη. Η διαδεδομένη εκδοχή λέει πως ήταν το “Τα ματοκλάδα σου λάμπουν”. Ο Γιώργος Κουτούζης, πρωταγωνιστής της σκηνής ως φαντάρος, έχει πει σε συνέντευξή του πως ήταν “Η άτακτη”.
Πάνω σε αυτή τη σκηνή, ο Λοΐζος γράφει “Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας”. Οι νότες του ακούγονται πρώτη φορά στο σπίτι του συνθέτη, παρουσία του σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανού, με τον παλιό ρεμπέτη Γιώργο Μουφλουζέλη να παίζει τζουρά. Τον ίδιο τζουρά ζητά αργότερα ο Λοΐζος για να παίξει στην ηχογράφηση του κομματιού. Όπως έχει πει ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, ο Λοΐζος επέμενε να παίξει με αυτόν, αν και ξεκουρδιζόταν στις πρώτες νότες. Τελικά η σύνθεση ηχογραφείται κομμάτι κομμάτι ώστε να πάρει κι ο ξεκούρδιστος τζουράς τη θέση του σε αυτήν.
Στη συμμετοχή της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εκείνη τη χρονιά (1971), η ταινία δεν παίρνει το βραβείο μουσικής που πάει στο “Εκείνο το καλοκαίρι”.
Ο Λοΐζος, όμως, περιλαμβάνει το τραγούδι με νέα ενορχήστρωση στο δίσκο «Να ‘χαμε τι να ‘χαμε» (1972) και το «Ζεϊμπέκικο» αρχίζει να «αυτονομείται» από την ταινία και να παίρνει τη θέση του στα πάλκα και στους νταλκάδες στις καρδιές.

Η ιστορία του ζεϊμπέκικου της Ευδοκίας. Γιατί έμεινε χωρίς στίχους το κορυφαίο ζεϊμπέκικο της ιστορίας;

Το κομμάτι μένει χωρίς στίχους, αν και όπως έχει διηγηθεί ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Λοΐζος του ζήτησε να γράψει, όμως εκείνος ακούγοντας τη μουσική αρνήθηκε. Δεν τους χρειαζόταν του είπε. Μιλάει μόνη της.
Κατά τη διάρκεια της μουσικής στην ταινία, πάντως, ακούγεται η φωνή και το γέλιο της Ελένης Ροδά, η οποία ντούμπλαρε την πρωταγωνίστρια Μαρία Βασιλείου, γιατί τα ελληνικά της δεν ήταν καλά
Η ιεροτελεστία του χορού
Ο χορός του φαντάρου ήταν μια “ιεροτελεστία” όπως την έχει χαρακτηρίσει ο Γιώργος Κουτούζης. Ο Αλέξης Δαμιανός, του φώναζε διαρκώς: “Ψηλά το κεφάλι, τα χέρια ανοιχτά. Μόλις πήγαινα να σκύψω ή να κοιτάξω κάτω, μου φώναζε ψηλά το κεφάλι, κοίτα τα μάτια της Ευδοκίας τίποτε άλλο…”.
Ο σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης, βοηθός του Δαμιανού εκείνη την εποχή στο βιβλίο του «Όταν ο Δαμιανός γύριζε την «Ευδοκία» γράφει για τη σκηνή εκείνη:
«Ο τρόπος που χορεύεται από τον Λοχία το ζεϊμπέκικο αποκαλύπτει και την άποψη του Δαμιανού γι’ αυτό το χορό. Είναι χορός – ερωτικό κάλεσμα και ταυτοχρόνως χορός πολεμικός, επιθετικός προς όποιον τολμήσει να σταματήσει, να εμποδίσει την ερωτική ένωση.
Οι μισές κινήσεις είναι πατήματα γερά στο έδαφος σαν να δίνει σήμα ο χορευτής στον Αδη, στους νεκρούς, πως αυτός συνεχίζει την πορεία της ζωής, την αρχετυπική ένωση με το θηλυκό. Οι άλλες μισές κινήσεις είναι άγριο τίναγμα του κεφαλιού ψηλά και βλέμμα που καρφώνει τον αντίπαλο, αποφασισμένο για όλα».

Οι πρωταγωνιστές ενός ζεϊμπέκικου θρασύ σαν έρωτα

Ο Δαμιανός δεν ήθελε επαγγελματίες ηθοποιούς για τους πρώτους ρόλους του. Επέλεξε τον «λοχία», συναντώντας τον σε έναν καβγά στο δρόμο στην Ερυθραία. Ο Γιώργος Κουτούζης τότε δούλευε σε οικοδομή, αρχικά ήταν επιφυλακτικός, όμως ο Δαμιανός τον έπεισε.

Η Ευδοκία, Μαρία Βασιλείου εντοπίστηκε σε ένα φωτογραφικό άλμπουμ στο Λονδίνο από τον Δαμιανό και τη γυναίκα του.
Η 20χρονη μεγαλωμένη στο Λονδίνο Κύπρια, κόρη φτωχής πολυμελούς οικογένειας άφησε την Αγγλία κι ήρθε στην Ελλάδα για να γίνει η Ευδοκία, κεντρική ηρωίδα της ταινίας που το 1985 ψηφίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών.
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της που κράτησαν ένα χρόνο, και οι δύο έμεναν στο σπίτι του Δαμιανού στην Εκάλη, όπου μπορούσαν να κάνουν διαρκώς μαθήματα και πρόβες.
Κανένας από τους δύο πρωταγωνιστές δεν έκανε καριέρα ως ηθοποιός, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους.
Ο Γιώργος Κουτούζης δεν ξαναγύρισε άλλη ταινία ύστερα από συνειδητή του επιλογή. Μετά το γύρισμα της Ευδοκίας, έφυγε στα καράβια και, όταν γύρισε συνέχισε να εργάζεται στην Ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος και να μένει στο Κερατσίνι, επιλέγοντας να χορεύει όποτε ο ίδιος ήθελε, για πάρτη του, όπως είχε πει («Espresso») η γυναίκα του Σοφία.

Η περιπετειώδης ζωή της Μαρίας Βασιλείου που πέθανε τόσο νέα στο Λονδίνο

Η Μαρία Βασιλείου, έπαιξε σε δύο ταινίες του Όμηρου Ευστρατιάδη («Παιδιά των λουλουδιών», «Ερωτισμός και Πάθος») και στον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1975). Κι ύστερα έφυγε για το Λονδίνο (ακολουθώντας τον έρωτα), όπου πλέχτηκε ένας μύθος γύρω της μέχρι που το 1989 – σε ηλικία 39 ετών – πέθανε από καρκίνο.
Σύμφωνα με όσα είπε για εκείνη ο θρυλικός μουσικός των ’70s, Σωτήρης Κοματσιούλης στη Lifo πριν από ένα χρόνο, αυτός ήταν ο άνθρωπος, τον οποίο ακολούθησε με το Magic Bus για το Λονδίνο, όπου παντρεύτηκαν κι έζησαν δύο χρόνια μαζί.
Στη συνέχεια της ζωής της απέκτησε ένα κοριτσάκι, αλλά η ασθένεια τη χτύπησε για σχεδόν μια δεκαετία πριν την οδηγήσει στον θάνατο.
Αυτή ήταν η ιστορία της σκηνής και των πρωταγωνιστών του ζεϊμπέκικου που έχει κάτι από Σταύρωση, που χορεύεται με τα χέρια ανοιχτά και το κεφάλι ψηλά, που δεν χρειάζεται στίχους γιατί μπορεί να μιλήσει. Του γνωστού από τις πρώτες νότες ζεϊμπέκικου της Ευδοκίας.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ
Πηγή: thetoc, cine/TA NEA